- οικονομολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομολογία ή στον οικονομολόγο.επίρρ...οικονομολογικώς και -ά- από οικονομολογική άποψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < οικονομολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Α. Καραθεοδωρή].
Dictionary of Greek. 2013.